- προείπα
- προείπον, ΝΜΑβλ. προλέγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεῖπα — προεῖπον foretell aor ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλέγω — προείπα 1. λέγω κάτι από πριν. 2. προμαντεύω, προφητεύω: Το μέντιουμ ισχυρίζεται ότι προλέγει το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεῖφ' — προεῖπα , προεῖπον foretell aor ind act 1st sg (epic ionic) προεῖπε , προεῖπον foretell aor ind act 3rd sg (epic ionic) προεῖπε , προεῖπον foretell aor ind act 3rd sg προεῖπαι , προεῖπον foretell aor inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προείπας — προείπᾱς , προεῖπον foretell aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek
προλέγω — προλέγω, προείπα βλ. πίν. 94 Σημειώσεις: προλέγω : από την παθητική φωνή έχει επιβιώσει μόνο η μτχ. ενεστώτα ως ουσιαστικό (τα προλεγόμενα, με την έννοια του εκτενούς προλόγου) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής